Δασώδης στα γερμανικά
Μετάφραση: δασώδης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
waldig, holzig, bewaldet, bewaldeten, Wald, bewaldete, waldreichen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασώδης
ο δασώδης, δασώδης λεξικό γλώσσας γερμανικά, δασώδης στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- δασοφύλακας στα γερμανικά - förster, forstmann, Ranger, Förster, Waldläufer
- δασύς στα γερμανικά - haarig, stumpfsinnig, zottig, struppig, zottelig, shaggy, zottigen
- δαχτυλίδι στα γερμανικά - telefonieren, bande, anrufen, clique, reifen, geläute, klang, ...
- δείγμα στα γερμανικά - kostprobe, probieren, merkmal, prüfling, muster, versuchen, abfragen, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασώδης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: waldig, holzig, bewaldet, bewaldeten, Wald, bewaldete, waldreichen
Μεταφράσεις: waldig, holzig, bewaldet, bewaldeten, Wald, bewaldete, waldreichen