Δασώδης στα ιταλικά
Μετάφραση: δασώδης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
boscoso, boschivo, boscosa, boschiva, alberato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασώδης
ο δασώδης, δασώδης λεξικό γλώσσας ιταλικά, δασώδης στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δασοφύλακας στα ιταλικά - guardia forestale, Ranger, Esploratore, ranger del, guardia
- δασύς στα ιταλικά - ispido, arruffato, shaggy, irsuto, ispidi
- δαχτυλίδι στα ιταλικά - suonare, campanello, denominare, anello, chiamare, ring, anello di, ...
- δείγμα στα ιταλικά - campione, esemplare, saggio, ricordo, degustare, prova, esempio, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασώδης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: boscoso, boschivo, boscosa, boschiva, alberato
Μεταφράσεις: boscoso, boschivo, boscosa, boschiva, alberato