Δασώδης στα δανικά

Μετάφραση: δασώδης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skovklædt, træbevoksede, skovklædte, skovområde, skovbevoksede
Δασώδης στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασώδης

ο δασώδης, δασώδης λεξικό γλώσσας δανικά, δασώδης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δασοφύλακας στα δανικά - ranger, Naturvejlederture, naturvejleder, Skovløber, skovfoged
  • δασύς στα δανικά - tæt, Shaggy, lodne, langhåret, pjusket, tjavset
  • δαχτυλίδι στα δανικά - telefonere, ring, opkald, ringe, ringen, kogeplader
  • δείγμα στα δανικά - prøve, tegn, mønster, prøven, stikprøven, stikprøve
Τυχαίες λέξεις
Δασώδης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skovklædt, træbevoksede, skovklædte, skovområde, skovbevoksede