Δασώδης στα ουγγρικά

Μετάφραση: δασώδης, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erdei, fás, erdős, erdővel borított, a fás
Δασώδης στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασώδης

ο δασώδης, δασώδης λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δασώδης στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • δασοφύλακας στα ουγγρικά - erdész, vadőr, Ranger, vándor, erdőkerülő, a Ranger
  • δασύς στα ουγγρικά - torzonborz, bozontos, borzas, shaggy, kócos
  • δαχτυλίδι στα ουγγρικά - porond, klikk, bukmékerek, érdekcsoport, gyűrű, gyűrűt, gyűrűs, ...
  • δείγμα στα ουγγρικά - mintadarab, kóstoló, ételadomány, példány, részleges, jelkép, jelölés, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασώδης στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: erdei, fás, erdős, erdővel borított, a fás