Δασώδης στα ολλανδικά

Μετάφραση: δασώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bebost, bosrijk, beboste, bosrijke, bos
Δασώδης στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασώδης

ο δασώδης, δασώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δασώδης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δασοφύλακας στα ολλανδικά - ranger, boswachter, boswachter van, de Boswachter, Woudloper
  • δασύς στα ολλανδικά - bot, toonloos, dicht, gesmoord, dof, stomp, dik, ...
  • δαχτυλίδι στα ολλανδικά - roepen, opbellen, beugel, ring, troep, schare, wal, ...
  • δείγμα στα ολλανδικά - teken, staaltje, staal, adstructie, aandenken, specimen, monster, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bebost, bosrijk, beboste, bosrijke, bos