Dauerhaft στα ελληνικά
Μετάφραση: dauerhaft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμος, παντοτινός, στάβλος, μόνιμα, δυνατός, αιώνιος, διαρκείας, ενδελεχής, σταθερός, ανθεκτικός, διαρκής, ανθεκτικό, ανθεκτικά, ανθεκτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dauer στα ελληνικά - συνέχεια, μήκος, διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
- dauerfrost στα ελληνικά - μόνιμο στρώμα του πάγου, μονίμως παγωμένες εκτάσεις, αενάως παγωμένων εδαφών, μονίμως παγωμένα εδάφη, μονίμως παγωμένων περιοχών
- dauerhaftigkeit στα ελληνικά - σταθερότητα, ρώμη, αντοχή, ανθεκτικότητα, διάρκεια, διατηρησιμότητας, αντοχής
- dauern στα ελληνικά - καταλαμβάνω, διαρκώ, παίρνω, τελευταίος, φτουρώ, τελευταία, τελευταίο, ...
Τυχαίες λέξεις
Dauerhaft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμος, παντοτινός, στάβλος, μόνιμα, δυνατός, αιώνιος, διαρκείας, ενδελεχής, σταθερός, ανθεκτικός, διαρκής, ανθεκτικό, ανθεκτικά, ανθεκτική
Μεταφράσεις: μόνιμος, παντοτινός, στάβλος, μόνιμα, δυνατός, αιώνιος, διαρκείας, ενδελεχής, σταθερός, ανθεκτικός, διαρκής, ανθεκτικό, ανθεκτικά, ανθεκτική