Διδασκαλία στα γερμανικά
Μετάφραση: διδασκαλία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schulgeld, unterricht, Unterricht, Lehre, Lehren, Unterrichten, Lehr
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διδασκαλία
διδασκαλία ώρας, διδασκαλία μαθηματικών στην ειδική αγωγή και εκπαίδευση, διδασκαλία σε ομάδες, διδασκαλία δεύτερης γλώσσας σε ηλεκτρονικά περιβάλλοντα, διδασκαλία και μάθηση, διδασκαλία λεξικό γλώσσας γερμανικά, διδασκαλία στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διγαμία στα γερμανικά - bigamie, Bigamie, Doppelehe, bigamy, die Bigamie, wegen Bigamie
- διδάσκω στα γερμανικά - lehren, anleiten, beibringen, anweisen, einweisen, instruieren, unterrichten, ...
- διείσδυση στα γερμανικά - durchdringung, einblick, eindringen, penetration, eindringtiefe, eindringungsvermögen, Penetration, ...
- διεγείρω στα γερμανικά - erwachen, stimulieren, anregen, erregen, wecken, erwecken, aufwachen, ...
Τυχαίες λέξεις
Διδασκαλία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schulgeld, unterricht, Unterricht, Lehre, Lehren, Unterrichten, Lehr
Μεταφράσεις: schulgeld, unterricht, Unterricht, Lehre, Lehren, Unterrichten, Lehr