Διδασκαλία στα ολλανδικά

Μετάφραση: διδασκαλία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderwijs, leer, het onderwijs, lesgeven, onderwijzen
Διδασκαλία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διδασκαλία

διδασκαλία ώρας, διδασκαλία μαθηματικών στην ειδική αγωγή και εκπαίδευση, διδασκαλία σε ομάδες, διδασκαλία δεύτερης γλώσσας σε ηλεκτρονικά περιβάλλοντα, διδασκαλία και μάθηση, διδασκαλία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διδασκαλία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διγαμία στα ολλανδικά - bigamie, bigamy
  • διδάσκω στα ολλανδικά - afleren, afwennen, instrueren, onderwijzen, leren, doceren, te leren, ...
  • διείσδυση στα ολλανδικά - doordringen, het binnendringen, penetratie, penetratiegraad, binnendringen
  • διεγείρω στα ολλανδικά - aanstoken, verlevendigen, wekken, aanmaken, prikkelen, aanvuren, opwekken, ...
Τυχαίες λέξεις
Διδασκαλία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onderwijs, leer, het onderwijs, lesgeven, onderwijzen