Δοκιμαστικός στα γερμανικά
Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
experimentell, Versuch, Gericht, Prozess, Verhandlung, Prüfung
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός
δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, δοκιμαστικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- δοκιμάζω στα γερμανικά - anstrengung, mühe, kostprobe, abfragen, erproben, versuch, muster, ...
- δοκιμασία στα γερμανικά - drangsal, test, marter, versuch, experimentell, feuerprobe, prozess, ...
- δοκός στα γερμανικά - strahlen, seite, balken, leitstrahl, schiffsseite, Strahl, Balken, ...
- δολάριο στα γερμανικά - dollar, Dollar, Dollars
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: experimentell, Versuch, Gericht, Prozess, Verhandlung, Prüfung
Μεταφράσεις: experimentell, Versuch, Gericht, Prozess, Verhandlung, Prüfung