Εγκληματικότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: εγκληματικότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbrechertum, Kriminalität, Strafbarkeit, Kriminalitäts, die Kriminalität
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματικότητα
εγκληματικότητα στην ελλάδα, εγκληματικότητα στην αθήνα, εγκληματικότητα έκθεση, εγκληματικότητα ελλήνων μεταναστών, εγκληματικότητα στατιστικά 2012, εγκληματικότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, εγκληματικότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εγκληματίας στα γερμανικά - kriminell, nachlässig, lässig, verbrecher, delinquent, verbrecherisch, straffällig, ...
- εγκληματικός στα γερμανικά - kriminell, verbrecher, verbrecherisch, Verbrecher, kriminelle, strafrechtlich, kriminellen
- εγκληματολογία στα γερμανικά - kriminalistik, kriminologie, Kriminologie, Kriminalistik, der Kriminologie, Kriminal, criminology
- εγκλιματίζομαι στα γερμανικά - akklimatisieren, einbürgern, naturalisieren, Einbürgerung, zu naturalisieren, naturalize
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματικότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verbrechertum, Kriminalität, Strafbarkeit, Kriminalitäts, die Kriminalität
Μεταφράσεις: verbrechertum, Kriminalität, Strafbarkeit, Kriminalitäts, die Kriminalität