Εγκληματικότητα στα δανικά
Μετάφραση: εγκληματικότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kriminalitet, strafbarhed, kriminaliteten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματικότητα
εγκληματικότητα στην ελλάδα, εγκληματικότητα στην αθήνα, εγκληματικότητα έκθεση, εγκληματικότητα ελλήνων μεταναστών, εγκληματικότητα στατιστικά 2012, εγκληματικότητα λεξικό γλώσσας δανικά, εγκληματικότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- εγκληματίας στα δανικά - forbryder, fredløs, kriminel, kriminelle, strafferetlige, strafferetlig, strafbar
- εγκληματικός στα δανικά - forbryder, fredløs, kriminel, kriminelle, strafferetlige, strafferetlig, strafbar
- εγκληματολογία στα δανικά - kriminologi, Criminology, af kriminalitet, kriminologien, for kriminologi
- εγκλιματίζομαι στα δανικά - naturaliserer, naturalisere, at naturaliserer, som naturaliserer
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματικότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kriminalitet, strafbarhed, kriminaliteten
Μεταφράσεις: kriminalitet, strafbarhed, kriminaliteten