Εγκληματικότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: εγκληματικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
criminaliteit, misdadigheid, strafbaarheid, strafbaarstelling, de criminaliteit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματικότητα
εγκληματικότητα στην ελλάδα, εγκληματικότητα στην αθήνα, εγκληματικότητα έκθεση, εγκληματικότητα ελλήνων μεταναστών, εγκληματικότητα στατιστικά 2012, εγκληματικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκληματικότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εγκληματίας στα ολλανδικά - nalatig, nonchalant, misdadiger, crimineel, onachtzaam, snood, misdadig, ...
- εγκληματικός στα ολλανδικά - misdadig, snood, crimineel, misdadiger, strafrechtelijk, strafrechtelijke
- εγκληματολογία στα ολλανδικά - criminologie, de criminologie, Criminologische, de Criminologische, Criminology
- εγκλιματίζομαι στα ολλανδικά - acclimatiseren, naturaliseren, verwilderen, inburgeren, natuurlijk maken
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: criminaliteit, misdadigheid, strafbaarheid, strafbaarstelling, de criminaliteit
Μεταφράσεις: criminaliteit, misdadigheid, strafbaarheid, strafbaarstelling, de criminaliteit