Εγκληματικότητα στα ιταλικά

Μετάφραση: εγκληματικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
delinquenza, criminalità, la criminalità, incriminazione, incriminabilità
Εγκληματικότητα στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκληματικότητα

εγκληματικότητα στην ελλάδα, εγκληματικότητα στην αθήνα, εγκληματικότητα έκθεση, εγκληματικότητα ελλήνων μεταναστών, εγκληματικότητα στατιστικά 2012, εγκληματικότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, εγκληματικότητα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εγκληματίας στα ιταλικά - delinquente, malfattore, criminale, delinquenziale, penale, penali, criminali
  • εγκληματικός στα ιταλικά - criminale, malfattore, penale, penali, criminali, delinquente
  • εγκληματολογία στα ιταλικά - criminologia, la criminologia, Criminologico, di criminologia, criminology
  • εγκλιματίζομαι στα ιταλικά - abituare, naturalizzare, naturalizzarsi, naturalizzazione, naturalize, naturalizzarli
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματικότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: delinquenza, criminalità, la criminalità, incriminazione, incriminabilità