Εγκληματικότητα στα ουγγρικά
Μετάφραση: εγκληματικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bűnösség, bűnözés, büntethetőség, a bűnözés, kriminalitás
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματικότητα
εγκληματικότητα στην ελλάδα, εγκληματικότητα στην αθήνα, εγκληματικότητα έκθεση, εγκληματικότητα ελλήνων μεταναστών, εγκληματικότητα στατιστικά 2012, εγκληματικότητα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εγκληματικότητα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εγκληματίας στα ουγγρικά - kötelességmulasztó, bűnügyi, büntetőjogi, büntető, büntetőügyekben, büntetőeljárás
- εγκληματικός στα ουγγρικά - bűnügyi, büntetőjogi, büntető, büntetőügyekben, büntetőeljárás
- εγκληματολογία στα ουγγρικά - kriminológia, kriminológiai, a kriminológia
- εγκλιματίζομαι στα ουγγρικά - honosít, természetesnek, meghonosodik, naturalizálása, meghonosítása
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματικότητα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bűnösség, bűnözés, büntethetőség, a bűnözés, kriminalitás
Μεταφράσεις: bűnösség, bűnözés, büntethetőség, a bűnözés, kriminalitás