Εκπαιδευτής στα γερμανικά

Μετάφραση: εκπαιδευτής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
turnschuh, instrukteur, ausbilder, trainer, Ausbilder, Lehrer, Dozent, Instruktor
Εκπαιδευτής στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκπαιδευτής

εκπαιδευτής δελφινιών, εκπαιδευτής σκύλων κύπρος, εκπαιδευτής κεκ, εκπαιδευτής οδηγών, εκπαιδευτής σκύλων, εκπαιδευτής λεξικό γλώσσας γερμανικά, εκπαιδευτής στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • εκπίπτω στα γερμανικά - untergang, dämmerung, abstürzen, vermindern, gefälle, zwielicht, kapitulation, ...
  • εκπαίδευση στα γερμανικά - ausbildung, schulung, Bildung, Ausbildung, Erziehung, Bildungs
  • εκπαιδευτικός στα γερμανικά - bildend, erzieherisch, belehrend, pädagogisch, lehrreich, Bildungs, pädagogische, ...
  • εκπαιδευόμενος στα γερμανικά - angelernter, auszubildender, lehrling, azubi, auszubildende, praktikant, praktikantin, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκπαιδευτής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: turnschuh, instrukteur, ausbilder, trainer, Ausbilder, Lehrer, Dozent, Instruktor