Εκπαιδευτής στα ολλανδικά
Μετάφραση: εκπαιδευτής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
instructeur, docent, leraar, instructor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπαιδευτής
εκπαιδευτής δελφινιών, εκπαιδευτής σκύλων κύπρος, εκπαιδευτής κεκ, εκπαιδευτής οδηγών, εκπαιδευτής σκύλων, εκπαιδευτής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκπαιδευτής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εκπίπτω στα ολλανδικά - val, schemering, herfst, aftrekken, afdaling, najaar, rissen, ...
- εκπαίδευση στα ολλανδικά - opleiding, onderwijs, opvoeding, het onderwijs, Education
- εκπαιδευτικός στα ολλανδικά - onderwijs, educatieve, educatief, onderwijsinstellingen, onderwijs-
- εκπαιδευόμενος στα ολλανδικά - stagiair, trainee, opleiding, stagiaire, leerling
Τυχαίες λέξεις
Εκπαιδευτής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: instructeur, docent, leraar, instructor
Μεταφράσεις: instructeur, docent, leraar, instructor