Ενθουσιασμένος στα γερμανικά

Μετάφραση: ενθουσιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begeistert, enthusiastisch, aufgeregt, erregt, angeregten
Ενθουσιασμένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθουσιασμένος

τόσο ενθουσιασμένοσ, πολύ ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος συνώνυμα, είμαι ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ενθουσιασμένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ενθάρρυνση στα γερμανικά - einsatz, ermutigung, ermunterung, aufmunterung, Ermutigung, Unterstützung, Förderung, ...
  • ενθαρρύνω στα γερμανικά - fördern, unterstützen, ermutigen, anregen, ermuntern, zu fördern
  • ενθουσιασμός στα γερμανικά - enthusiasmus, begeisterung, Begeisterung, Enthusiasmus, begeistert, die Begeisterung
  • ενθουσιώδης στα γερμανικά - überschäumend, üppig, gierig, jubelnd, glanz, jubilierend, enthusiastisch, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενθουσιασμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: begeistert, enthusiastisch, aufgeregt, erregt, angeregten