Ενθουσιασμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: ενθουσιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susijaudinęs, džiaugiamės, malonu, excited
Ενθουσιασμένος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθουσιασμένος

τόσο ενθουσιασμένοσ, πολύ ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος συνώνυμα, είμαι ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενθουσιασμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ενθάρρυνση στα λιθουανικά - paskatinimas, skatinimas, skatinti, skatinimą, skatinama
  • ενθαρρύνω στα λιθουανικά - paskatinti, skatinti, skatina, skatins, skatintų
  • ενθουσιασμός στα λιθουανικά - entuziazmas, entuziazmo, entuziazmą, entuziastingai, entuziazmu
  • ενθουσιώδης στα λιθουανικά - karštas, entuziastingas, entuziastingai, entuziastingi, entuziazmo, entuziastinga
Τυχαίες λέξεις
Ενθουσιασμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: susijaudinęs, džiaugiamės, malonu, excited