Ενθουσιασμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: ενθουσιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
excitat, incantati, entuziasmat, încântați, emoționat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενθουσιασμένος
τόσο ενθουσιασμένοσ, πολύ ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος συνώνυμα, είμαι ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ενθουσιασμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ενθάρρυνση στα ρουμανικά - încurajare, încurajarea, incurajare, de încurajare, încurajări
- ενθαρρύνω στα ρουμανικά - încuraja, încurajeze, incurajam, încurajarea, să încurajeze
- ενθουσιασμός στα ρουμανικά - entuziasm, entuziasmul, entuziasmului, de entuziasm, un entuziasm
- ενθουσιώδης στα ρουμανικά - avid, entuziast, entuziaști, entuziasmat, entuziastă, entuziasm
Τυχαίες λέξεις
Ενθουσιασμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: excitat, incantati, entuziasmat, încântați, emoționat
Μεταφράσεις: excitat, incantati, entuziasmat, încântați, emoționat