Ενθουσιασμένος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ενθουσιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возбуден, возбудуваат, возбудена, возбудувам, возбудени
Ενθουσιασμένος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθουσιασμένος

τόσο ενθουσιασμένοσ, πολύ ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος συνώνυμα, είμαι ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενθουσιασμένος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ενθάρρυνση στα σλαβομακεδονικά - охрабрување, поттикнување, поттик, поттикнувањето, охрабрувањето
  • ενθαρρύνω στα σλαβομακεδονικά - охрабрат, охрабри, поттикне, поттикнување на, поттикнуваат
  • ενθουσιασμός στα σλαβομακεδονικά - ентузијазам, ентузијазмот
  • ενθουσιώδης στα σλαβομακεδονικά - ентузијастички, ентузијасти, ентузијаст, ентузијазам, ентузијастичка
Τυχαίες λέξεις
Ενθουσιασμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: возбуден, возбудуваат, возбудена, возбудувам, возбудени