Ενθουσιασμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενθουσιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entusiástico, entusiasmo, animado
Ενθουσιασμένος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθουσιασμένος

τόσο ενθουσιασμένοσ, πολύ ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος συνώνυμα, είμαι ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενθουσιασμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενθάρρυνση στα πορτογαλικά - encorajar, incentivo, incentive, encorajamento, estímulo, o incentivo, promoção
  • ενθαρρύνω στα πορτογαλικά - encontro, encorajar, incentive, estimular, incentivar, incentivar a, incentivar os
  • ενθουσιασμός στα πορτογαλικά - vida, furor, entusiasmo, entreter, o entusiasmo
  • ενθουσιώδης στα πορτογαλικά - entusiasta, entusiasmado, entusiástico, entusiasmados, entusiástica
Τυχαίες λέξεις
Ενθουσιασμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: entusiástico, entusiasmo, animado