Εξαργυρώνω στα γερμανικά
Μετάφραση: εξαργυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bargeld, kasse, einlösen, erlösen, zu erlösen, einzulösen, zurückkaufen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαργυρώνω
εξαργυρώνω μετάφραση, εξαργυρώνω στα αγγλικά, εξαργυρώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, εξαργυρώνω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εξαπατώ στα γερμανικά - betrügen, türken, herumzappeln, diddle, zappeln, beschwindeln
- εξαπολύω στα γερμανικά - emission, gründung, einführung, gründen, eröffnung, lancierung, markteinführung, ...
- εξαρθρώνω στα γερμανικά - verrenken, verrücken, verlagern, ausrenken, dislocate
- εξαρτώμαι στα γερμανικά - abhängen, abhängig, hängen, ab, hängt
Τυχαίες λέξεις
Εξαργυρώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: bargeld, kasse, einlösen, erlösen, zu erlösen, einzulösen, zurückkaufen
Μεταφράσεις: bargeld, kasse, einlösen, erlösen, zu erlösen, einzulösen, zurückkaufen