Εξαργυρώνω στα δανικά
Μετάφραση: εξαργυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontant, indløse, forløse, indløser, indfri, at indløse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαργυρώνω
εξαργυρώνω μετάφραση, εξαργυρώνω στα αγγλικά, εξαργυρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, εξαργυρώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξαπατώ στα δανικά - bedrage, Diddle
- εξαπολύω στα δανικά - Unleashed, udløst, sluppet løs, sendte, udløste
- εξαρθρώνω στα δανικά - forskubbe, forskyde, forrykke, splitte, dislokere
- εξαρτώμαι στα δανικά - afhænger, afhænge, afhængige, afhængig, stole
Τυχαίες λέξεις
Εξαργυρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kontant, indløse, forløse, indløser, indfri, at indløse
Μεταφράσεις: kontant, indløse, forløse, indløser, indfri, at indløse