Επαναλαμβανόμενος στα γερμανικά

Μετάφραση: επαναλαμβανόμενος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschiedentlich, wiederholt, abermalig, wiederkehrend, wiederkehrenden, wiederkehr, wiederkehrende, rezidivierenden
Επαναλαμβανόμενος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαναλαμβανόμενος

επαναλαμβανόμενος πυρετός, επαναλαμβανόμενος λεξικό γλώσσας γερμανικά, επαναλαμβανόμενος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • επανακτώ στα γερμανικά - abrufen, abzurufen, abgerufen, abgerufen werden, abrufen von
  • επαναλαμβάνω στα γερμανικά - wiederholen, wiederholung, Wiederholung, Wiederholungs, wiederholen Sie, Repeat
  • επαναστάτης στα γερμανικά - aufständisch, rebellisch, rebell, Rebell, rebellieren, Rebellen, rebel
  • επαναστατικός στα γερμανικά - revolutionär, auflehnend, widerlich, revolutionären, revolutionäre, revolutionärer, revolutionäres
Τυχαίες λέξεις
Επαναλαμβανόμενος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verschiedentlich, wiederholt, abermalig, wiederkehrend, wiederkehrenden, wiederkehr, wiederkehrende, rezidivierenden