Επαναλαμβανόμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: επαναλαμβανόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
terugkerend, terugkerende, recurrente, recidiverende, recidief
Επαναλαμβανόμενος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαναλαμβανόμενος

επαναλαμβανόμενος πυρετός, επαναλαμβανόμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επαναλαμβανόμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επανακτώ στα ολλανδικά - helen, genezen, terugvinden, halen, ophalen, te halen, opvragen
  • επαναλαμβάνω στα ολλανδικά - nazeggen, repeteren, doornemen, herhalen, herhaling, herhaal, herhaalt, ...
  • επαναστάτης στα ολλανδικά - oproerling, opstandig, muiter, oproerig, rebel, rebellen, rebelleren, ...
  • επαναστατικός στα ολλανδικά - weerzinwekkend, afstotelijk, revolutionair, revolutionaire, de revolutionaire
Τυχαίες λέξεις
Επαναλαμβανόμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: terugkerend, terugkerende, recurrente, recidiverende, recidief