Επαναλαμβανόμενος στα δανικά
Μετάφραση: επαναλαμβανόμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbagevendende, periodisk, recidiverende, gentagne, periodiske
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαναλαμβανόμενος
επαναλαμβανόμενος πυρετός, επαναλαμβανόμενος λεξικό γλώσσας δανικά, επαναλαμβανόμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- επανακτώ στα δανικά - hente, opdaterer, at hente, henter, hentes
- επαναλαμβάνω στα δανικά - gentagelse, repeat, gentag, gentage, du gentage
- επαναστάτης στα δανικά - rebel, oprør, gøre oprør, oprører, oprørske
- επαναστατικός στα δανικά - revolutionerende, revolutionær, revolutionære, revolutionært, den revolutionære
Τυχαίες λέξεις
Επαναλαμβανόμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilbagevendende, periodisk, recidiverende, gentagne, periodiske
Μεταφράσεις: tilbagevendende, periodisk, recidiverende, gentagne, periodiske