Επαναλαμβανόμενος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επαναλαμβανόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recorrente, recorrentes, periódico, repetição, de repetição
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαναλαμβανόμενος
επαναλαμβανόμενος πυρετός, επαναλαμβανόμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επαναλαμβανόμενος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επανακτώ στα πορτογαλικά - remir, convalescer, recupere, recuperar, reaver, reconquistar, obter, ...
- επαναλαμβάνω στα πορτογαλικά - repetir, revogar, replicar, reiterar, recordar, repita, repetição, ...
- επαναστάτης στα πορτογαλικά - rebelar, rebelde, rebel, se rebelar, rebelam
- επαναστατικός στα πορτογαλικά - revolucionário, volta, revolucionária, revolucionários, revolucionárias
Τυχαίες λέξεις
Επαναλαμβανόμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recorrente, recorrentes, periódico, repetição, de repetição
Μεταφράσεις: recorrente, recorrentes, periódico, repetição, de repetição