Κυρτώνω στα γερμανικά
Μετάφραση: κυρτώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krümmung, linie, krümmen, rundung, biegung, kurve, Sturz, Wölbung, Radsturz, Wölbungs
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρτώνω
κυρτώνω συνώνυμα, κυρτώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, κυρτώνω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κυριότερος στα γερμανικά - vorwiegend, leitung, hauptleitung, stromnetz, hauptsächlich, primär, wesentlich, ...
- κυρτός στα γερμανικά - handfertigkeit, biegen, gebogen, geschicklichkeit, geschick, beugte, gewandtheit, ...
- κυρώνω στα γερμανικά - ratifizieren, bestätigen, ratifiziert
- κυτταρικός στα γερμανικά - zellenförmig, handy, mobiltelefon, Zellen-, zellular, zellulären, Zell, ...
Τυχαίες λέξεις
Κυρτώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: krümmung, linie, krümmen, rundung, biegung, kurve, Sturz, Wölbung, Radsturz, Wölbungs
Μεταφράσεις: krümmung, linie, krümmen, rundung, biegung, kurve, Sturz, Wölbung, Radsturz, Wölbungs