Κυρτώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: κυρτώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bocht, kromme, curve, welving, Camber, wielvlucht, van Camber, de camber
Κυρτώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρτώνω

κυρτώνω συνώνυμα, κυρτώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κυρτώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κυριότερος στα ολλανδικά - kapitaal, hoofd-, voornaamste, principaal, hoofd, directeur, belangrijkste
  • κυρτός στα ολλανδικά - gebogen, handigheid, krom, slag, convex, convexe, bolle, ...
  • κυρώνω στα ολλανδικά - ratificeert, bekrachtigt
  • κυτταρικός στα ολλανδικά - cellulair, cellulaire, mobiele, de cellulaire, cellen
Τυχαίες λέξεις
Κυρτώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bocht, kromme, curve, welving, Camber, wielvlucht, van Camber, de camber