Κυρτώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: κυρτώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beygja, Camber, Bunguvik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρτώνω
κυρτώνω συνώνυμα, κυρτώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κυρτώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κυριότερος στα ισλανδικά - skólastjóri, helstu, helsta, höfuðstól, höfuðstóll
- κυρτός στα ισλανδικά - boginn, kúpt, kúptar, ávöl, kúptur, kúptir
- κυρώνω στα ισλανδικά - Fullgildi
- κυτταρικός στα ισλανδικά - frumu, Cellular, Farsímaloftnet, farsímakerfið
Τυχαίες λέξεις
Κυρτώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: beygja, Camber, Bunguvik
Μεταφράσεις: beygja, Camber, Bunguvik