Κυρτώνω στα ιταλικά

Μετάφραση: κυρτώνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
curvare, svolta, curvatura, curva, camber, campanatura, bombatura, di campanatura
Κυρτώνω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρτώνω

κυρτώνω συνώνυμα, κυρτώνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κυρτώνω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κυριότερος στα ιταλικά - essenziale, capitale, precipuo, principale, primario, preside, principali, ...
  • κυρτός στα ιταλικά - curvo, convesso, convessa, convesse, convessi, bombato
  • κυρώνω στα ιταλικά - omologare, ratificare, ratifica, ratifichi
  • κυτταρικός στα ιταλικά - cellulare, cellulari, cellule, cellular
Τυχαίες λέξεις
Κυρτώνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: curvare, svolta, curvatura, curva, camber, campanatura, bombatura, di campanatura