Κυρτώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κυρτώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
volta, curva, curvatura, curvar, arqueamento, camber, de camber, cambagem
Κυρτώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρτώνω

κυρτώνω συνώνυμα, κυρτώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κυρτώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κυριότερος στα πορτογαλικά - capital, principal, básico, principais, diretor, princípio
  • κυρτός στα πορτογαλικά - curvo, sinuoso, tortuoso, convexo, convexa, convexos, convexas, ...
  • κυρώνω στα πορτογαλικά - válido, valide, validar, ratifica, ratificar, ratifique, ratifica o
  • κυτταρικός στα πορτογαλικά - celular, celulares, de celular, alveolar
Τυχαίες λέξεις
Κυρτώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: volta, curva, curvatura, curvar, arqueamento, camber, de camber, cambagem