Σιδερένιος στα γερμανικά
Μετάφραση: σιδερένιος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plätten, bügeleisen, eisen, plätteisen, eisern, bügeln, Eisen, Bügeleisen, Eisen-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σιδερένιος
σιδερένιος καναπές, σιδερένιος άνθρωπος, σιδερένιοσ σταυρόσ, σιδερένιος καπετάνιος, σιδερένιος καναπές κρεβάτι, σιδερένιος λεξικό γλώσσας γερμανικά, σιδερένιος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- σιγοβράζω στα γερμανικά - kochen, sieden, garen, köcheln, köcheln lassen
- σιγουριά στα γερμανικά - frechheit, selbstsicherheit, zusage, dreistigkeit, zusicherung, selbstvertrauen, versicherung, ...
- σιδερώνω στα γερμανικά - bügeln, eisern, eisen, plätteisen, bügeleisen, plätten, Mangel, ...
- σιδηρόδρομος στα γερμανικά - bahnhof, bahnlinie, bahn, eisenbahn, Eisenbahn, Bahn, Eisen
Τυχαίες λέξεις
Σιδερένιος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: plätten, bügeleisen, eisen, plätteisen, eisern, bügeln, Eisen, Bügeleisen, Eisen-
Μεταφράσεις: plätten, bügeleisen, eisen, plätteisen, eisern, bügeln, Eisen, Bügeleisen, Eisen-