Σιδερένιος στα εσθονικά
Μετάφραση: σιδερένιος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
triikima, raud, triikraud, raua, rauast, rauda, raua-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σιδερένιος
σιδερένιος καναπές, σιδερένιος άνθρωπος, σιδερένιοσ σταυρόσ, σιδερένιος καπετάνιος, σιδερένιος καναπές κρεβάτι, σιδερένιος λεξικό γλώσσας εσθονικά, σιδερένιος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σιγοβράζω στα εσθονικά - podisema, keedetakse, keeda, aeglasel tulel haududa
- σιγουριά στα εσθονικά - kinnitus, tagamine, kindlus, usaldus, usaldust, usalduse, kindlustunde, ...
- σιδερώνω στα εσθονικά - raud, triikima, triikraud, purustama, Mankeli, Mankeloida, pesuväänamisrull, ...
- σιδηρόδρομος στα εσθονικά - raudtee, raudteel, Raudteeseadmete, railroad, raudteehooldusmasinad
Τυχαίες λέξεις
Σιδερένιος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: triikima, raud, triikraud, raua, rauast, rauda, raua-
Μεταφράσεις: triikima, raud, triikraud, raua, rauast, rauda, raua-