Σιδερένιος στα ολλανδικά

Μετάφραση: σιδερένιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ijzeren, ijzer, strijkijzer, ijzer-, strijkplank
Σιδερένιος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σιδερένιος

σιδερένιος καναπές, σιδερένιος άνθρωπος, σιδερένιοσ σταυρόσ, σιδερένιος καπετάνιος, σιδερένιος καναπές κρεβάτι, σιδερένιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σιδερένιος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σιγοβράζω στα ολλανδικά - pruttelen, sudderen, kook, de kook, sudder
  • σιγουριά στα ολλανδικά - verzekering, zekerheid, vertrouwen, het vertrouwen, vertrouwen van, het vertrouwen van, zelfvertrouwen
  • σιδερώνω στα ολλανδικά - ijzeren, ijzer, mangel, mangle, gemangeld, mangelen, verminken
  • σιδηρόδρομος στα ολλανδικά - spoorweg, spoor, Railroad, spoorlijn, spoorweg van
Τυχαίες λέξεις
Σιδερένιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ijzeren, ijzer, strijkijzer, ijzer-, strijkplank