Σιδερένιος στα δανικά

Μετάφραση: σιδερένιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
jern, strygejern, jern-, af jern
Σιδερένιος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σιδερένιος

σιδερένιος καναπές, σιδερένιος άνθρωπος, σιδερένιοσ σταυρόσ, σιδερένιος καπετάνιος, σιδερένιος καναπές κρεβάτι, σιδερένιος λεξικό γλώσσας δανικά, σιδερένιος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σιγοβράζω στα δανικά - simre, lad det simre, småkoge, ulme, simmer
  • σιγουριά στα δανικά - tillid, tilliden, tillid til, selvtillid
  • σιδερώνω στα δανικά - jern, Mangle, Damprenserier, vridemaskine, Behandl, lemlæste
  • σιδηρόδρομος στα δανικά - jernbane, Railroad, jernbanen
Τυχαίες λέξεις
Σιδερένιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: jern, strygejern, jern-, af jern