Συναίνεση στα γερμανικά

Μετάφραση: συναίνεση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konsens, übereinstimmung, Zustimmung, Einwilligung, Einverständnis, Genehmigung, zustimmen
Συναίνεση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναίνεση

συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση ετυμολογία, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση αγγλικά, συναίνεση μόνο με αλλαγή ηγεσίας σε νδ - πασοκ, συναίνεση λεξικό γλώσσας γερμανικά, συναίνεση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • συνήθης στα γερμανικά - normal, üblich, gebräuchlich, gewöhnlich, gewohnt, übliche
  • συνήθως στα γερμανικά - gewöhnlich, üblicherweise, gewöhnliche, gemeinsam, in der Regel, normalerweise, meist
  • συναίσθημα στα γερμανικά - ergriffenheit, gefühl, gefühlsbewegung, rührung, Gefühl, Gefühls, das Gefühl
  • συναγερμός στα γερμανικά - warneinrichtung, alarm, bestürzung, alarmierung, warnen, alarmieren, wecker, ...
Τυχαίες λέξεις
Συναίνεση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: konsens, übereinstimmung, Zustimmung, Einwilligung, Einverständnis, Genehmigung, zustimmen