Συναίνεση στα εσθονικά
Μετάφραση: συναίνεση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konsensus, üksmeel, nõusolek, nõusoleku, nõusolekul, nõusolekut, nõusolekuta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναίνεση
συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση ετυμολογία, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση αγγλικά, συναίνεση μόνο με αλλαγή ηγεσίας σε νδ - πασοκ, συναίνεση λεξικό γλώσσας εσθονικά, συναίνεση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- συνήθης στα εσθονικά - harilik, tavaline, tavaliselt, tavalisest, tavalisi, tavapärasest
- συνήθως στα εσθονικά - tavapäraselt, tavaliselt, enamasti, üldjuhul, on tavaliselt, harilikult
- συναίσθημα στα εσθονικά - emotsioon, tunne, tunnet, tunde, halb
- συναγερμός στα εσθονικά - alarm, alarmeerima, kartus, valvas, häire, hoiatusteate, märguanne, ...
Τυχαίες λέξεις
Συναίνεση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: konsensus, üksmeel, nõusolek, nõusoleku, nõusolekul, nõusolekut, nõusolekuta
Μεταφράσεις: konsensus, üksmeel, nõusolek, nõusoleku, nõusolekul, nõusolekut, nõusolekuta