Συναίνεση στα ισλανδικά
Μετάφραση: συναίνεση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samþykki, samþykkis, samþykki sitt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναίνεση
συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση ετυμολογία, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση αγγλικά, συναίνεση μόνο με αλλαγή ηγεσίας σε νδ - πασοκ, συναίνεση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συναίνεση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συνήθης στα ισλανδικά - vanalegur, venjulega, Venjulegur, og venjulega, venjulegum, vanalega
- συνήθως στα ισλανδικά - venjulega, yfirleitt, oftast, vanalega, jafnaði
- συναίσθημα στα ισλανδικά - tilfinning, tilfinningu, tilfinningin, tilfinningar
- συναγερμός στα ισλανδικά - viðvörun, vakandi, varðbergi, á varðbergi, vakandi og
Τυχαίες λέξεις
Συναίνεση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samþykki, samþykkis, samþykki sitt
Μεταφράσεις: samþykki, samþykkis, samþykki sitt