Συναίνεση στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: συναίνεση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
согласност, согласноста, дозвола, одобрение, согласност од
Συναίνεση στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναίνεση

συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση ετυμολογία, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση αγγλικά, συναίνεση μόνο με αλλαγή ηγεσίας σε νδ - πασοκ, συναίνεση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συναίνεση στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • συνήθης στα σλαβομακεδονικά - вообичаеното, вообичаената, вообичаените, и обично, вообичаено
  • συνήθως στα σλαβομακεδονικά - обично, обично се, најчесто, вообичаено, обично е
  • συναίσθημα στα σλαβομακεδονικά - емоција, чувството, чувство, чувства, чувствување
  • συναγερμός στα σλαβομακεδονικά - алармирање, предупредување, готовност, на алармирање, известување
Τυχαίες λέξεις
Συναίνεση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: согласност, согласноста, дозвола, одобрение, согласност од