Συναινώ στα γερμανικά
Μετάφραση: συναινώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Zustimmung, Einwilligung, Einverständnis, Genehmigung, zustimmen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναινώ
συναινώ συνώνυμο, συναινώ για, συναινώ ετυμολογία, συναινώ βικιλεξικο, δεν συναινώ, συναινώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, συναινώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- συναθροίζομαι στα γερμανικά - zulauf, pulk, gedränge, sich versammeln, forgather
- συναθροίζω στα γερμανικά - zusammenbauen, zusammenstellen, sammeln, versammeln, zu sammeln, erfassen, zusammen
- συναισθηματικός στα γερμανικά - emotional, gefühlsmäßig, gefühlsduselig, sentimental, seelisch, emotionale, emotionalen, ...
- συναλλαγή στα γερμανικά - transaktion, durchführung, tätigung, abwicklung, geschäft, erledigung, Geschäft, ...
Τυχαίες λέξεις
Συναινώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: Zustimmung, Einwilligung, Einverständnis, Genehmigung, zustimmen
Μεταφράσεις: Zustimmung, Einwilligung, Einverständnis, Genehmigung, zustimmen