Συναινώ στα δανικά

Μετάφραση: συναινώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samtykke, tilladelse, godkendelse, tilladelsen
Συναινώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναινώ

συναινώ συνώνυμο, συναινώ για, συναινώ ετυμολογία, συναινώ βικιλεξικο, δεν συναινώ, συναινώ λεξικό γλώσσας δανικά, συναινώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συναθροίζομαι στα δανικά - forgather
  • συναθροίζω στα δανικά - forsamles, samle, indsamle, samles, samler, indhente
  • συναισθηματικός στα δανικά - følelsesmæssige, følelsesmæssig, følelsesladet, emotionel, emotionelle
  • συναλλαγή στα δανικά - transaktion, transaktionen, transaktioner
Τυχαίες λέξεις
Συναινώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samtykke, tilladelse, godkendelse, tilladelsen