Σωρευτικός στα γερμανικά

Μετάφραση: σωρευτικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anwachsend, steigernd, geballt, gesamt, kumulativ, kumulative, kumulativen, kumulierten, kumulierte
Σωρευτικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωρευτικός

σωρευτικός συνώνυμο, σωρευτικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, σωρευτικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • σωματοφύλακας στα γερμανικά - leibwächter, Leibwächter, Leibwache, Bodyguard
  • σωπαίνω στα γερμανικά - schweigen, stillen, stille, ruhe, geräuschlosigkeit, halten, zu halten, ...
  • σωριάζομαι στα γερμανικά - einsturz, kurseinbruch, depression, baisse, preissturz, börsensturz, pleite, ...
  • σωριάζω στα γερμανικά - paket, bündel, packung, garbe, Bauholz, Holz, Schnittholz
Τυχαίες λέξεις
Σωρευτικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anwachsend, steigernd, geballt, gesamt, kumulativ, kumulative, kumulativen, kumulierten, kumulierte