Σωρευτικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: σωρευτικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kumuliacinis, kaupiamasis, sukauptas, kumuliacinės, suvestinis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωρευτικός
σωρευτικός συνώνυμο, σωρευτικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σωρευτικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σωματοφύλακας στα λιθουανικά - asmens sargybinis, sargybinis, sargybiniu, bodyguard, asmens sargybiniu
- σωπαίνω στα λιθουανικά - tyla, ramybė, išlaikyti, laikyti, nuolat, saugoti, išsaugoti
- σωριάζομαι στα λιθουανικά - žlugimas, kolapsas, sutraukti, žlugimo, griūties
- σωριάζω στα λιθουανικά - pluoštas, ryšulys, pėdas, siuntinys, paketas, balastas, Mediena, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωρευτικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kumuliacinis, kaupiamasis, sukauptas, kumuliacinės, suvestinis
Μεταφράσεις: kumuliacinis, kaupiamasis, sukauptas, kumuliacinės, suvestinis