Σωρευτικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: σωρευτικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кумулативни, кумулативниот, кумулативен, кумулативно, кумулативна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωρευτικός
σωρευτικός συνώνυμο, σωρευτικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σωρευτικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- σωματοφύλακας στα σλαβομακεδονικά - телохранител, телохранителот, телохранители, телохранител на, телохранителот на
- σωπαίνω στα σλαβομακεδονικά - молчат
- σωριάζομαι στα σλαβομακεδονικά - колапс, колапсот, падот, распадот, пропаѓањето
- σωριάζω στα σλαβομακεδονικά - снопот, граѓа, дрвена граѓа, старудија, дрвна, за дрвена граѓа
Τυχαίες λέξεις
Σωρευτικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: кумулативни, кумулативниот, кумулативен, кумулативно, кумулативна
Μεταφράσεις: кумулативни, кумулативниот, кумулативен, кумулативно, кумулативна