Σωρευτικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σωρευτικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сукупны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωρευτικός
σωρευτικός συνώνυμο, σωρευτικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σωρευτικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σωματοφύλακας στα λευκορωσικά - целаахоўнік, ахоўнік
- σωπαίνω στα λευκορωσικά - трымаць
- σωριάζομαι στα λευκορωσικά - калапс, каляпс
- σωριάζω στα λευκορωσικά - піламатэрыялы
Τυχαίες λέξεις
Σωρευτικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сукупны
Μεταφράσεις: сукупны