Σωρευτικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σωρευτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acumulativo, cumulativa, cumulativo, acumulado, acumulada
Σωρευτικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωρευτικός

σωρευτικός συνώνυμο, σωρευτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σωρευτικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σωματοφύλακας στα πορτογαλικά - guarda-costas, escolta, bodyguard, guarda, guarda pessoal
  • σωπαίνω στα πορτογαλικά - silêncio, signifique, manter-se completamente
  • σωριάζομαι στα πορτογαλικά - crise, colapso, Collapse, queda, o colapso, recolher
  • σωριάζω στα πορτογαλικά - pacote, madeira serrada, madeira, lumber, de madeira, lumber madeira
Τυχαίες λέξεις
Σωρευτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acumulativo, cumulativa, cumulativo, acumulado, acumulada