Υπακοή στα γερμανικά
Μετάφραση: υπακοή, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
treue, untertanentreue, Gehorsam, Gehorsams, Gehorsam gegen, den Gehorsam, der Gehorsam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπακοή
υπακοή μια παράξενη εντολή, υπακοή σκύλου, υπακοή καμία, υπακοή πινότση, υπακοή ψυχολογία, υπακοή λεξικό γλώσσας γερμανικά, υπακοή στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υπαινιγμός στα γερμανικά - anspielung, ratschlag, andeutung, anleitung, hinweis, tipp, Hinweis, ...
- υπαινισσόμενος στα γερμανικά - verblümt, hinter
- υπακούω στα γερμανικά - gehorchen, befolgen, zu gehorchen, folgen, gehorcht
- υπαναχωρώ στα γερμανικά - entfernen, wegschaffen, zurücktreten, freimachen, zurücknehmen, lösen, beseitigen, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπακοή στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: treue, untertanentreue, Gehorsam, Gehorsams, Gehorsam gegen, den Gehorsam, der Gehorsam
Μεταφράσεις: treue, untertanentreue, Gehorsam, Gehorsams, Gehorsam gegen, den Gehorsam, der Gehorsam