Υπακοή στα ολλανδικά

Μετάφραση: υπακοή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gehoorzaamheid, de gehoorzaamheid, gehoorzamen, gehoorzaam
Υπακοή στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπακοή

υπακοή μια παράξενη εντολή, υπακοή σκύλου, υπακοή καμία, υπακοή πινότση, υπακοή ψυχολογία, υπακοή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπακοή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπαινιγμός στα ολλανδικά - zinspelen, toespeling, zinspeling, wenk, tip, hint, vleugje
  • υπαινισσόμενος στα ολλανδικά - hinter, achterland, bijgedachten
  • υπακούω στα ολλανδικά - gehoorzamen, te gehoorzamen, gehoorzaam, gehoorzaamt, voer
  • υπαναχωρώ στα ολλανδικά - terugtrekken, terugnemen, verwijderen, afschaffen, afzetten, elimineren, uitmaken, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπακοή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gehoorzaamheid, de gehoorzaamheid, gehoorzamen, gehoorzaam