Άλσος στα δανικά
Μετάφραση: άλσος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lund, Grove, lunden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άλσος
άλσος βεΐκου, άλσος νέας φιλαδέλφειας, άλσος καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος ιλισίων, άλσος λεξικό γλώσσας δανικά, άλσος στα δανικά
Μεταφράσεις
- άλλωστε στα δανικά - foruden, udover, Ud over, desuden, Ud over at
- άλογο στα δανικά - hest, hesten, heste, horse, hestens
- άμαξα στα δανικά - vogn, bus, omnibus, transport, transporten, befordring, vognen
- άμβλωση στα δανικά - abort, aborter, svangerskabsafbrydelse
Τυχαίες λέξεις
Άλσος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lund, Grove, lunden
Μεταφράσεις: lund, Grove, lunden